πλούσιος

πλούσιος
-α, -ο
επίρρ.
1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές.
2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλούσιος — wealthy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ …   Dictionary of Greek

  • πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”