πλούσιος — wealthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)